- εγκλιμάτιση
- ηβλ. εγκλιματισμός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εγκλιμάτιση — η ο εγκλιματισμός … Dictionary of Greek
εγκλιματισμός — εγκλιματισμός, ο και εγκλιμάτιση, η η προσαρμογή ζωντανών οργανισμών σε νέο φυσικό περιβάλλον, διαφορετικό από της πατρίδας τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)